-
1 λιστρόω
λιστρόω, ebenen, glätten, adj. verb. λιστρωτός, geebnet, geglättet, ἅλω δρόμος, Nic. Ther. 29, gehol. ὁμαλὸν καὶ ἐξυσμένον.
-
2 λιστρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιστρωτός
См. также в других словарях:
λιστρωτός — λιστρωτός, ή, όν (Α) [λίστρον] ομαλός, ισοπεδωμένος («λιστρωτὸς ἅλω δρόμος», Νίκ.) … Dictionary of Greek